οιταϊκός

οιταϊκός
οἰταϊκός, -ή, -όν (Α) [οίτη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όρος Οίτη
2. (το ουδ. πληθ. ως κύρ. όν.) Οἰταϊκά. τίτλος έργου τού Νικάνδρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Οἰταικῶν — Οἰταικός of Oeta fem gen pl Οἰταικός of Oeta masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰταικῆς — Οἰταικός of Oeta fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιταίος — οἰταῑος, ία, ον (Α) [Οίτη] 1. οιταϊκός* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Οἰταῑοι φύλο τής νότιας Θεσσαλίας που κατοικούσε στην Οιταία, περιοχή που έλαβε την ονομασία της από το όρος Οίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”